- σουρτούκα
- και σουρτούκω, η, Νβλ. σουρτούκης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σουρτούκης — ο, θηλ. σουρτούκα και σουρτούκω, Ν 1. αυτός που δεν τού αρέσει να μένει στο σπίτι του αλλά να γυρίζει άσκοπα στους δρόμους 2. αλήτης 3. το θηλ. ανοικοκύρευτη, ακατάσταση γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. surtuk. To θηλ. σουρτούκω < σουρτούκης κατά … Dictionary of Greek
σουρτούκης — ο θηλ. σουρτούκα (λ. τουρκ.), αλήτης, αυτός που περιφέρεται στους δρόμους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)